Ένα πρωινό πριν λίγες μέρες έξω από την πόρτα του διαμερίσματος, συνάντησα τον κύριο που μένει στο δίπλα.
Όχι το ακριβώς δίπλα. Είμαι τελευταίος στη σειρά και είμαι το 8. Ο κύριος είναι το 6 και η πόρτα του απέχει 3-4 μέτρα απ' τη δική μου. (Στο 7 μένει ένας νεαρός με γένεια που τον έχω συναντήσει ήδη 2-3 φορές).
Μέσα σε 4 μήνες λοιπόν, δεν έτυχε να τον δω καθόλου τον γείτονα του 6. Ξέρω πως μένει με τη σύζυγο. Τα βράδια όλο και κάτι μαγειρεύουν. Βλέπουν τηλεόραση, επίσης. Καμιά φορά τσακώνονται κι ακούγονται λίγο.
Όλα αυτά τα ξέρω από την οπτική, ακουστική και οσφρητική μου εμπειρία (-:, μπαίνοντας και βγαίνοντας. Δεν έτυχε ποτέ όμως να τον δω προσωπικά. Δεν το επιδιώξε κι αυτός, ούτε κι εγώ, για να λέμε την αλήθεια.
Εκείνο το πρωί όμως, είδα έναν συμπαθητικό μεσόκοπο κύριο (συνταξιούχος άραγε;) να βγαίνει από την πόρτα του. Και του έσκασα ένα χαμόγελο, κι ένα καλημέρα. Κι αυτός το ίδιο. Σχολίασα ότι τόσον καιρό δεν ξέρουμε καν οπτικά ο ένας τον άλλο και συμφώνησε.
Ύστερα φύγαμε κι οι δύο, ο καθένας για τον προορισμό του.
Ίσως θα έπρεπε κανένα βράδυ να χτυπήσω την πόρτα και να πω ένα γεια σ' αυτούς τους ανθρώπους που μένουν ακριβώς μια ανάσα δίπλα μου. Δεν το έκανα μέχρι τώρα, ποτέ δεν είναι αργά όμως...